-
1 μεθαρμόζω
A dispose differently, correct, εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον (sc. με) S.El.31, cf. Luc.Nigr.12; transpose,δύο ὀνόματα Them.Or.2.33c
: abs., make a change, D.H.7.66:—more freq. in [voice] Med., μεθάρμοσαι τρόπους νέους adopt new habits, A.Pr. 311; ;μ. τὸν ἀπράγμονα βίον D.H.11.22
; ἐπὶ τὴν συνήθη δίαιταν μ. τὰς τραπέζας restore them to.., Plu.2.642f;μ. τι ἔς τι AP7.712
([place name] Erinna), Ph.2.219 codd.;πρός τι AP9.584.12
: c. gen., from a certain condition,Μοῦσα τῆς συνήθους μεθαρμοσαμένη σπουδῆς Luc. Am.4
, etc.; adapt oneself,μεθηρμόσατο εἰς τὸ λέγειν S.E.M.9.53
;πόλις ἡ πρὸς τὰ πράγματα μεθαρμοττομένη D.H.10.51
: in Music, change the mode, Iamb.VP25.113:—[voice] Pass., τὰ στοιχεῖα μεθαρμοζόμενα having their order changed, LXX Wi.19.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθαρμόζω
См. также в других словарях:
μεθαρμόζω — (Α μεθαρμόζω και αττ. τ. μεθαρμόττω) μεταβάλλω, αναπροσαρμόζω, μετατρέπω, αλλάζω αρχ. 1. μεταβάλλω κάτι, ιδίως προς το καλύτερο, διορθώνω, επανορθώνω («παρελθὼν ἐς μέσους ὁ Μᾱρκος οὕτω τι μεθήρμοσε τοὺς Μεγαρέας», Φιλόστρ.) 2. μέσ. μεθαρμόζομαι… … Dictionary of Greek